Ο αριθμός των ασθενών με διαβήτη σε όλο τον κόσμο θα υπερδιπλασιαστεί έως το 2050, σύμφωνα με νέα μελέτη που επιρρίπτει ευθύνες στην ταχεία αύξηση των επιπέδων παχυσαρκίας και στη διεύρυνση των υγειονομικών ανισοτήτων
Νέες εκτιμήσεις προβλέπουν ότι ο αριθμός θα αυξηθεί από 529 εκατομμύρια το 2021 σε περισσότερα από 1,3 δισεκατομμύρια το 2050. Καμία χώρα δεν αναμένεται να καταγράψει μείωση του αριθμού των διαβητικών τα επόμενα 30 χρόνια, σύμφωνα με την ερτ.
Οι ειδικοί χαρακτήρισαν τα στοιχεία ανησυχητικά, λέγοντας ότι ο διαβήτης προσβάλλει όλο και περισσοτέρους ανθρώπους παγκοσμίως, αποτελώντας σημαντική απειλή για τους ανθρώπους και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
«Ο διαβήτης παραμένει μια από τις μεγαλύτερες απειλές της εποχής μας για τη δημόσια υγεία και πρόκειται να αυξηθεί επιθετικά τις επόμενες τρεις δεκαετίες σε κάθε χώρα, ηλικιακή ομάδα και φύλο, αποτελώντας σοβαρή πρόκληση για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως», δήλωσε η δρ Σιβάνι Αγκαργουάλ, της Ιατρικής Σχολής Άλμπερτ Αϊνστάιν της Νέας Υόρκης.
Ο ΟΗΕ έχει προβλέψει ότι μέχρι το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα είναι περίπου 9,8 δισεκατομμύρια. Αυτό υποδηλώνει ότι μέχρι τότε, ένας στους οκτώ ανθρώπους θα ζει με διαβήτη.
«Ο διαβήτης τύπου 2, ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων διαβήτη, μπορεί να προληφθεί σε μεγάλο βαθμό και σε ορισμένες περιπτώσεις να αντιστραφεί εάν εντοπιστεί και αντιμετωπιστεί νωρίς στην πορεία της νόσου. Ωστόσο, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο επιπολασμός του διαβήτη αυξάνεται παγκοσμίως, κυρίως λόγω της αύξησης της παχυσαρκίας που προκαλείται από πολλαπλούς παράγοντες», έγραψαν οι συγγραφείς της μελέτης.
Ο θεσμικός ρατσισμός που βιώνουν οι μειονοτικές εθνοτικές ομάδες και η γεωγραφική ανισότητα αυξάνουν τα ποσοστά διαβήτη, ασθενειών, νοσημάτων και θανάτων σε όλο τον κόσμο, ανέφεραν οι συγγραφείς. Οι άνθρωποι που ανήκουν σε περιθωριοποιημένες κοινότητες έχουν λιγότερες πιθανότητες να έχουν πρόσβαση σε βασικά φάρμακα όπως η ινσουλίνη, Επιπλέον, δεν ελέγχουν συστηματικά το σάκχαρό τους, έχουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής και μειωμένο προσδόκιμο ζωής.
Η πανδημία του κορονοϊού ενίσχυσε τις ανισότητες μεταξύ των διαβητικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα άτομα με διαβήτη είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν σοβαρή λοίμωξη Covid-19 και να πεθάνουν σε σχέση με τα μη διαβητικά άτομα, ιδίως μεταξύ των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων, ανέφεραν οι συγγραφείς.
«Οι ρατσιστικές πολιτικές, όπως ο οικιστικός διαχωρισμός, επηρεάζουν το πού ζουν οι άνθρωποι, την πρόσβασή τους σε επαρκή και υγιεινά τρόφιμα και υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης», δήλωσε ο συν-συγγραφέας Λέοναρντ Εγκέντ της Ιατρικής Σχολής του Ουισκόνσιν.
«Αυτή η διευρυνόμενη ανισότητα στον διαβήτη οδηγεί σε σημαντικά χάσματα στη φροντίδα και τα κλινικά αποτελέσματα για άτομα από ιστορικά αδικημένες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες», τονίζουν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι συνθήκες εργασίας και διαμονής έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην εξέλιξη του διαβήτη σε όλο τον κόσμο.
«Είναι ζωτικής σημασίας ο αντίκτυπος των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων στον διαβήτη να αναγνωριστεί, να κατανοηθεί και να ενσωματωθεί στις προσπάθειες για την ανάσχεση της παγκόσμιας κρίσης του διαβήτη», τόνισε η δρ Αλίσα Γουέιντ, συν-συγγραφέας και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Witwatersrand της Νότιας Αφρικής.
Η πάθηση γίνεται όλο και πιο κοινή σε άτομα κάτω των 40 ετών, με τις υποβαθμισμένες γεωγραφικές ζώνες να πλήττονται περισσότερο.
«Αυτή η σημαντική μελέτη υπογραμμίζει την τεράστια κλίμακα της κρίσης του διαβήτη που αντιμετωπίζουμε, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Κρις Ασκιού, διευθύνων σύμβουλος του Diabetes UK.
«Η εθνικότητα, ο τόπος διαμονής και το εισόδημα επηρεάζουν τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, τη φροντίδα που λαμβάνουν οι διαβητικοί και τη μακροπρόθεσμη υγεία τους, και όλα αυτά είναι αλληλένδετα. Η ανάγκη για συντονισμένη διακρατική δράση για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στον επιπολασμό και τα αποτελέσματα του διαβήτη, καθώς και των υποκείμενων συνθηκών της κακής υγείας, όπως η φτώχεια και η διαβίωση με παχυσαρκία, δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη ή πιο επείγουσα», κατέληξε ο Ασκιού.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο «The Lancet Diabetes & Endocrinology».