Στις απότομες πλαγιές της κοιλάδας που περιβάλλει την αρχαία Βλαύνδο στο Uşak της Τουρκίας, βρέθηκαν 400 λαξευμένοι τάφοι ηλικίας 1800 ετών, διακοσμημένοι με διάφορα μοτίβα.
Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δρ. Birol Can επικεντρώθηκαν φέτος στους βραχώδεις τάφους στις πλαγιές που περιβάλλουν την πόλη.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν 400 μονόχωροι και πολυθάλαμοι τάφοι, οι τοίχοι των οποίων ήταν διακοσμημένοι με φυτικά μοτίβα. Χρονολογούνται περίπου πριν από 1.800 χρόνια.
Οι τοιχογραφίες των τάφων φέρουν διακοσμητικά φυτικά μοτίβα όπως κλαδιά αμπέλου, τσαμπιά σταφυλιών, στεφάνια και λουλούδια. Δυστυχώς, έχουν υποστεί ζημιές από φυσικά και ανθρώπινα αίτια. Η προτεραιότητα της ανασκαφικής ομάδας είναι η διατήρηση των τάφων, συμπεριλαμβανομένης και της ζωγραφικής διακόσμησης. Στην συνέχεια, θα προετοιμαστούν έργα για την προώθηση και το άνοιγμα του αρχαιολογικού χώρου στους επισκέπτες.
Σύμφωνα με τον Can, υπάρχει μόνο μία είσοδος στην αρχαία πόλη από τα βόρεια ενώ περιβάλλεται από μια κοιλάδα που φτάνει σε βάθος 70 μέτρα κατά τόπους:
«Βρήκαμε 400 βραχώδεις τάφους κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στις απότομες πλαγιές της κοιλάδας. Οι βραχώδεις τάφοι ήταν χτισμένοι σε επίπεδα. Από τα υλικά που έχουμε λάβει και τις οστικές αναλύσεις που έχουμε κάνει, καταλαβαίνουμε ότι αυτοί οι βραχώδεις τάφοι χρησιμοποιήθηκαν εντατικά μετά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Μπορούμε να πούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν ως δωμάτια και ως οικογενειακοί τάφοι».
Πιστεύεται ότι υπάρχουν πολλοί τάφοι κάτω από το έδαφος και εκτιμάται ότι αυτή η ιδιαίτερη νεκρόπολη αντιστοιχεί σε μια περιοχή όσο και ο οικισμός της αρχαίας πόλης.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι ταφικών θαλάμων. Έχουν βρεθεί τοξωτοί θάλαμοι λαξευμένοι στο βράχο μπροστά από τους τοίχους κάθε θαλάμου.
Αναφέροντας ότι υπάρχουν τάφοι μήκους περίπου 10-12 μέτρων, όπου είχαν θαφτεί 25-30 άτομα, ο Can δήλωσε: «Όταν εξετάζουμε αυτούς τους τάφους από τεχνική άποψη, βλέπουμε ότι σχεδιάστηκαν αρχικά ως ένας ενιαίος θάλαμος που έφερε μία θύρα εισόδου. Ωστόσο, όταν με την πάροδο του χρόνου, υπήρχε η ανάγκη να γίνουν κι άλλες ταφές στον ίδιο θάλαμο, βλέπουμε τον τοίχο απέναντι από την θύρα ή τα πλευρικά τοιχώματα να επιμηκύνονται και να χτίζεται ένας δεύτερος και στη συνέχεια ένας τρίτος θάλαμος. Εκτός από αυτά, βρέθηκαν επίσης μέρη που πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για τελετουργικές διαδικασίες. Η κύρια είσοδος των τάφων έκλεινε με μαρμάρινη θύρα, η όποια άνοιγε ξανά για να φιλοξενήσει νέα ταφή ή κατά τη διάρκεια των τελετουργικών διαδικασιών».
Η αρχαία Βλαύνδος
Η θέση της Μλαύνδου/Βλαύνδου έχει εντοπιστεί απέναντι από το σημερινό χωριό Sülümenli, στην περιοχή Ulubey της επαρχίας Uşak. Η Βλαύνδος βρίσκεται περίπου 40 χλμ. νότια του Uşak και 200 χλμ. ανατολικά της σημερινής πόλης İzmir. Η αρχαία πόλη, ένας μεσαίου μεγέθους οικισμός, κείται σε μια άγονη περιοχή της λυδο-φρυγικής μεθορίου με υψόμετρο 680 μ., στην κορυφή ενός στενού, μαργαϊκού ασβεστολιθικού βράχου που ορίζεται στις τρεις πλευρές του από βαθιές κοιλάδες.
Νομισματικές εκδόσεις της πόλης που χρονολογούνται στην Ελληνιστική περίοδο φέρουν την ονομασία Μλαύνδος και όχι Βλαύνδος. Η ισχυρή ελληνική επιρροή κατά τους χρόνους αυτούς είχε ως συνέπεια την μεταβολή του προφανώς προελληνικού τοπωνυμίου Μλαύνδος σε Βλαύνδος, φαινόμενο που ερμηνεύεται γλωσσολογικά. Το πρόσφυμα -νδ- είναι χαρακτηριστικό των αυτόχθονων ονομάτων της Μικράς Ασίας. Το τοπωνύμιο Μλαύνδος προήλθε πιθανόν από την χεττιτική ονομασία *mla-wa-ti, δεν αποκλείεται όμως και το ενδεχόμενο να έχει λουβιακή προέλευση./
Οι μνείες των αρχαίων συγγραφέων στη Βλαύνδο είναι λιγοστές. Παραδίδεται ότι το 405 π.Χ. ο Φαρνάβαζος είχε υπό τον έλεγχό του μια πόλη καλούμενη Βλαύδα, και εγκατέστησε εκεί εξόριστους Μιλήσιους. Ίσως αυτή η πόλη να ταυτίζεται με τη Βλαύνδο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι η Βλαύνδος καλούνταν Μλαύνδος κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους αλλά και σε προγενέστερη περίοδο. Το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. Μακεδόνες στρατιώτες στην υπηρεσία των Σελευκιδών βασιλέων εγκαταστάθηκαν στη Μλαύνδο, όπως τεκμηριώνεται από τα επιγράφια μεταγενέστερων νομισματικών εκδόσεων της πόλης. Δεδομένου ότι οι σελευκιδικές στρατιωτικές αποικίες ιδρύονταν στη θέση ή πλησίον προϋπαρχόντων οικισμών, αυτό συνέβη πιθανότατα και στην περίπτωση της Μλαύνδου. Μετά το 188 π.Χ. η Μλαύνδος περιήλθε στην κυριαρχία των βασιλέων του Περγάμου. Το 129 π.Χ., μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας, η Μλαύνδος/Βλαύνδος άρχισε να κόβει δικό της νόμισμα. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Ελληνιστικής περιόδου δε σώζονται. Με εξαίρεση τα νομίσματα, μόνο θραύσματα κεραμικής πιστοποιούν την ύπαρξη ενός ελληνιστικού οικισμού στη θέση αυτή.
Ύστερα από μια σύντομη διακοπή στο α΄ μισό του 1ου αι. μ.Χ., η Βλαύνδος άρχισε και πάλι να κόβει νόμισμα επί της ηγεμονίας του αυτοκράτορα Νέρωνα και συνέχισε μέχρι την εποχή των αυτοκρατόρων Γάλλου και Αιμιλιανού, δηλαδή ως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Η δημόσια ζωή της πόλης κατά τον 1ο αι. μ.Χ. αποτυπώνεται στην κεραμική και τις επιγραφικές μαρτυρίες. Η Βλαύνδος γνώρισε σημαντική ανάπτυξη την περίοδο των Φλαβίων. Πλήθος οικοδομικών προγραμμάτων (μεταξύ των οποίων δύο ναοί με αυλή και μια κεντρική οδική αρτηρία πλαισιωμένη από καταστήματα) χρονολογούνται στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. Η άνθηση της πόλης συνεχίστηκε κατά το 2ο αι. μ.Χ., εποχή κατά την οποία κατασκευάστηκαν ένα θέατρο και ένα υδραγωγείο. Στις αυτόνομες κοπές της πόλης την εποχή των Φλαβίων οι κάτοικοί της περήφανα προβάλλουν τη μακεδονική προέλευσή τους με το επιγράφιο ΒΛΑ(Ο)ΥΝΔΕΩΝ ΜΑΚΕΔOΝΩΝ. Ανάλογες ιστορικές αναφορές γίνονται στην περίοδο των Αντωνίνων και των Σεβήρων.
Τα τείχη που χτίστηκαν τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ. διαίρεσαν τον αρχικό οικισμό και μαρτυρούν την οικονομική ευρωστία που πρέπει να είχε η πόλη για να χρηματοδοτήσει ένα τέτοιο οικοδομικό πρόγραμμα. Η πύλη του τείχους είναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα της Βλαύνδου. Δεύτερο σε μέγεθος είναι το αποκαλούμενο από τους ανασκαφείς «Steinfachwerkgebaude» που χρονολογείται σε αυτή την εποχή και πήρε το όνομά του από τους τεράστιους ογκόλιθους της τοιχοποιΐας του, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε εναλλασσόμενους οριζόντιους και κάθετους δόμους. Αναμφίβολα η Βλαύνδος διέθετε κάποια αξιόλογη πηγή πλούτου κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.
Στις βυζαντινές πηγές η Βλαύνδος μνημονεύεται μέχρι το 12ο αι. μ.Χ. Ωστόσο, στο Μεσαίωνα η πόλη φαίνεται να εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Πηγή: Arkeofili, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
anaskafi.blogspot.com